ησυχαιον

ησυχαιον
    ἡσυχαῖον
    ἡσῠχαῖον
    τό спокойствие, неподвижность, бездеятельность Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ησυχαιον" в других словарях:

  • ἡσυχαῖον — ἡσυχαῖος gentle masc acc sg ἡσυχαῖος gentle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησυχαίος — ἡσυχαῑος και δωρ. τ. ἁσυχαῑος α, ον, (Α) 1. ήσυχος* 2. αργός, αδρανής 3. γαλήνιος, ήρεμος 4. το ουδ. ως ουσ. τό ἡσυχαῑον η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῑον με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + αίος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»